δικαιολόγημα

δικαιολόγημα
το (Μ δικαιολόγημα) [δικαιολογώ]
1. οτιδήποτε λέει κανείς για να δικαιολογηθεί
2. εύλογη αιτία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”